- τηνίκ'
- τηνίκα , τηνίκαat that timeindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από … Dictionary of Greek
τηνίκα — και δωρ. τ. τανίκα Α επίρρ. 1. εκείνη την ώρα τής ημέρας, αυτήν ή εκείνην την καθορισμένη ώρα («ἧ γὰρ ἀπ ἄγρας τηνίκα κεκμαὼς ἀμπαύεται», Θεόκρ.) 2. (με άρθρ.) τότε («τὸ τηνίκ ἤδη τοῡτο μὲν πόλις βίᾳ», Σοφ.) 3. φρ. «τοῡ ἔτους τηνίκα» εκείνην την… … Dictionary of Greek